μπόγος — ο δέμα ρούχων: Έχω έναν μπόγο ρούχα για σιδέρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπογαλάκι — το 1. μικρός μπόγος 2. στον πληθ. τα μπογαλάκια οι αποσκευές («μάζεψε τα μπογαλάκια του και έφυγε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού μπόγος, κατ επίδρασιν υποκορ. σε λάκι (πρβλ. χαλάκι)] … Dictionary of Greek
-αλάκι — Γλωσσ. κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε άλι πρβλ. κουτάλι κουταλάκι, μαγκάλι μαγκαλάκι, πορτοκάλι πορτοκαλάκι, στραγάλι στραγαλάκι, τσουβάλι τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη… … Dictionary of Greek
βαντάκα — η δέμα με είδη ιματισμού, μπόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του ουσ. βαντάκι] … Dictionary of Greek
κυλιστός — ή, ό (AM κυλιστός, ή, όν) [κυλίνδω] 1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να κυλιέται, κατάλληλος στο κύλισμα 2. αυτός που μεταφέρθηκε με κύλισμα αρχ. 1. (για στεφάνι) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά 2. δέσμη, μπόγος ρούχων 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
μποξάς — ο 1. τετράγωνο ύφασμα για περιτύλιξη ρούχων ή επικάλυψη διαφόρων αντικειμένων 2. σάλι, εσάρπα 3. δέμα ρούχων, μπόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bohca] … Dictionary of Greek
δέμα — το σύνολο πραγμάτων που είναι δεμένα μαζί, πακέτο, μπόγος, μάτσο: Με ειδοποίησαν να πάω να παραλάβω ένα δέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)